- πασσαλίσκος
- πασσαλίσκοςpegmasc nom sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
πασσαλίσκος — ό, ΝΜΑ [πάσσαλος] μικρός πάσσαλος αρχ. 1. ιατρικό εργαλείο για διάνοιξη και τήρηση τού στόματος ανοιχτού 2. (για μουσικά όργανα) κόλλοψ* 3. ο κυνόδοντας … Dictionary of Greek
πασσαλίσκος — ο μικρός πάσσαλος … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
πασσαλίσκοι — πασσαλίσκος peg masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πασσαλίσκον — πασσαλίσκος peg masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πασσαλίσκους — πασσαλίσκος peg masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πασσαλίσκων — πασσαλίσκος peg masc gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πασσαλίσκῳ — πασσαλίσκος peg masc dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κόλος — κόλος, ον (Α) 1. κολοβός, βραχύς, κοντός («πῆλ αὐτως ἐν χειρὶ κόλον δόρυ», Ομ. Ιλ.) 2. αυτός που έχει κοντά κέρατα ή αυτός που τα κέρατά του είναι κομμένα 3. φρ. «κόλος μάχη» ονομασία τού Θ τής Ιλιάδας. [ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. εμφανίζει την ετεροιωμένη… … Dictionary of Greek
μπιλιάρδο — Παιχνίδι άγνωστης προέλευσης, που παίζεται με μπίλιες, πάνω σε ειδικό ορθογώνιο τραπέζι, οροθετημένο με ελαστικά περιθώρια, τις σπόντες. Η επίπεδη επιφάνεια του τραπεζιού έχει διαστάσεις 2,80 x 1,40 μ. και αποτελείται από πλάκα σχιστόλιθου που,… … Dictionary of Greek
παραξόνιος — α, ο / παραξόνιος, ον, ΝΑ 1. αυτός που βρίσκεται κοντά στον άξονα 2. το ουδ. ως ουσ. το παραξόνιο(ν) σιδερένιος πασσαλίσκος, πίρος ο οποίος είναι μπηγμένος κάθετα στο άκρο άξονα άμαξας για να εμποδίζει την έξοδο τού τροχού αρχ. (το ουδ. πληθ. ως… … Dictionary of Greek